- σκοτισμός
- σκοτισμός, ο και σκότισμα, το1. σκοτείνιασμα.2. ζάλισμα, ενόχληση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκοτισμός — darkening masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτισμός — ο, ΝΜΑ [σκοτίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτίζω, η μεταβολή σε σκοτάδι, επισκότιση («σκοτισμοὶ καὶ φωτισμοὶ ἀέρος», Κλεομήδ.) 2. σκοτοδίνη («που τόν έπιασε καταχνιά και σκοτισμός και ζάλη», Ερωτόκρ.) 3. μτφ. διανοητική σύγχυση,… … Dictionary of Greek
σκοτισμοί — σκοτισμός darkening masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτισμοῦ — σκοτισμός darkening masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτισμούς — σκοτισμός darkening masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτισμῶν — σκοτισμός darkening masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτισμῷ — σκοτισμός darkening masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτισμόν — σκοτισμός darkening masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκότιση — η, Ν [σκοτίζω] 1. η ενέργεια του σκοτίζω, σκοτισμός, σκότισμα 2. σκοτείνιασμα 3. μτφ. διανοητική σύγχυση, θόλωμα τού μυαλού, ζάλη («στού πόθου τση τη σκότιση δε συντηρά άλλα κάλλη», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
σκότισμα — το, Ν [σκοτίζω] ο σκοτισμός … Dictionary of Greek